- φορτοστόλος
- ὁ, Μαυτός που στέλνει κάπου φορτωμένο εμπορικό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + στόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορτοστόλος — sending off a freighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)